- θριδακινίς
- θρῐδᾰκ-ῑνίς, ίδος, ἡ,= foreg., Stratt.66.6 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θριδακινίς — θριδακινίς, ἡ (Α) μαρουλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θριδακίνη*] … Dictionary of Greek
θριδακινίδας — θριδακινίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακινίδων — θριδακινίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)